- καταβιβάσκω
- καταβῐβ-άσκω, frequentat. of καταβαίνω,A trespass, Schwyzer 126a (Corinth, V B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταβιβάσκω — (Α) επιγρ. (θαμιστ. τού καταβαίνω) 1. παραβαίνω, καταπατώ ξένη ιδιοκτησία 2. συνεκδ. αμαρτάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βιβάσκω (< βιβά ζω + επίθημα σκω), πρβλ. δια βιβάσκω, επι βιβάσκω] … Dictionary of Greek